- πολυαμάρτητος
- πολυ-αμάρτητος, sehr sündig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πολυαμάρτητος — ον, ΜΑ αυτός που υπέπεσε σε πολλές αμαρτίες, ο πολύ αμαρτωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἁμαρτάνω (πρβλ. αν αμάρτητος, δυσ αμάρτητος)] … Dictionary of Greek